- μυγιάζομαι
- μυγιάζομαι βλ. πίν. 36
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μυγιάζομαι — [μύγα] 1. (για ζώα) με πιάνει η μύγα, οιστρηλατούμαι («αυτό το βόιδι το μανό, π όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει», Βαλαωρ.) 2. (για πρόσ.) είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ εύκολα τους άλλους επειδή θεωρώ πως ό,τι κι αν… … Dictionary of Greek
μυγιάζομαι — μυγιάστηκα 1. με ενοχλεί η μύγα. 2. μτφ., είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ τους άλλους εύκολα. 3. παροιμ. φρ., «Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται», για κάποιον που νιώθει ενοχή για κάτι που ακούει, επειδή θεωρεί ότι αφορά τον ίδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυγιαστήρι — το θύσανος απο μακριές τρίχες ενωμένες σε λαβή για να διώχνονται οι μύγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυγιάζομαι + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
ψυχανεμίζομαι — ψυχανεμίστηκα, υποψιάζομαι κάτι, μυρίζομαι, μυγιάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)